διετῶν

διετῶν
διέτης
of
masc/fem/neut gen pl (attic epic doric)
διετής
of
masc/fem/neut gen pl (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • αραβίδα — (arabis). Γένος μονοετών, διετών ή πολυετών ποωδών φυτών της οικογένειας των σταυρανθών, ιθαγενών των αρκτικών και εύκρατων περιοχών κυρίως του βορείου ημισφαιρίου. Πρόκειται για χνουδωτά φυτά με φύλλα ακέραια και άνθη λευκά, ροζ, μοβ ή γαλάζια.… …   Dictionary of Greek

  • ερύσιμο — (Εrysimum). Γένος μονοετών, διετών ή πολυετών ποωδών φυτών της οικογένειας των κρουτσιφεριδών ή σταυρανθών (δικοτυλήδονα). Αριθμεί περίπου 90 είδη των εύκρατων περιοχών της Ευρώπης και της Ασίας. Έχει στενά, γραμμοειδή, ελαφρά και οδοντωτά φύλλα …   Dictionary of Greek

  • κώνειο — (Conium). Γένος διετών, δηλητηριωδών φυτών της οικογένειας των σκιαδοφόρων. Ο πιο γνωστός αντιπρόσωπος του γένους είναι το είδος Conium maculatum, ιθαγενές της Ευρώπης. Πρόκειται για πόα με λείο και κοίλο βλαστό, ύψους έως 3 μ., με πράσινο χρώμα… …   Dictionary of Greek

  • σπορά — Η γεωργική εργασία της τοποθέτησης του σπόρου στο οργωμένο έδαφος. Παλιότερα γινόταν με το χέρι και, ανάλογα με το είδος της καλλιέργειας, οι σπόροι ή διασκορπίζονταν προς όλες τις κατευθύνσεις ή τοποθετούνταν σε αυλακιές. Σήμερα, εξαιτίας της… …   Dictionary of Greek

  • χαιρόφυλλο — το, Ν βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια σκιαδοφόρα και περιλαμβάνει 40 περίπου είδη μονοετών ή διετών ποωδών φυτών. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. νεολατ. chaerophyllum] …   Dictionary of Greek

  • αμμόφυτο ή αρεναρία — (arenaria).Γένος μονοετών, διετών ή πολυετών ποωδών φυτών της οικογένειας των καρυοφυλλιδών, τα οποία απαντώνται σε όλο το βόρειο ημισφαίριο. Τα φύλλα τους είναι ακέραια και αντίθετα, ενώ τα άνθη τους μικρά και λευκά. Μερικά είδη του γένους,… …   Dictionary of Greek

  • ανθεμίδα — (anthemis). Γένος μονοετών, διετών ή πολυετών ποωδών φυτών της οικογένειας των συνθέτων, ιθαγενών των εύκρατων περιοχών του βόρειου ημισφαιρίου. Είναι φυτά διακοσμητικά, φαρμακευτικά ή ζιζάνια, με έντονη μυρωδιά. Τα φύλλα τους είναι επαλλάσσοντα… …   Dictionary of Greek

  • άρκτιο — (arctium). Γένος ποωδών, διετών ή πολυετών φυτών της οικογένειας των συνθέτων, ιθαγενών της Ευρώπης και Ασίας. Περιλαμβάνει έξι είδη, από τα οποία δύο ανήκουν στην ελληνική χλωρίδα. Από αυτά το πιο κοινό είναι το ά. η λάππα, που φυτρώνει συνήθως… …   Dictionary of Greek

  • βρασική — (brassica). Γένος μονοετών, διετών ή πολυετών ποωδών φυτών της οικογένειας των σταυρανθών. Είναι φυτά της Ευρώπης, της Ασίας και της Αφρικής. Διαθέτουν μεγάλα κίτρινα ή ασπριδερά άνθη, με τέσσερα πέταλα τοποθετημένα σταυρωτά. Τα φύλλα… …   Dictionary of Greek

  • γόμφρενα — (gomphrena).Γένος μονοετών, διετών ή πολυετών ποωδών φυτών της οικογένειας των δικοτυλήδονων αμαραντιδών, ιθαγενών των θερμών περιοχών της Αμερικής και της Αυστραλίας. Από τα 70 είδη του γένους γνωστότερο είναι η γ. η σφαιρική,μονοετές ποώδες… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”